ομοκεντρία

ομοκεντρία
ομοκεντρία, η και ομοκεντρικότητα, η
η ιδιότητα του ομόκεντρου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομοκεντρία — η [ομόκεντρος] η ιδιότητα τού ομοκέντρου, το να έχει κάποιος ή κάτι το ίδιο κέντρο με άλλον ή άλλο, η ομοκεντρικότητα …   Dictionary of Greek

  • ομοκεντρικότητα — η [ομοκεντρικός] η ιδιότητα τού ομοκεντρικού, ομοκεντρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”